Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
λειτούργιον
λειτουργός
λείτωρ
λειχήν
λειχηνιάω
λειχηνικός
λειχηνώδης
λειχήνωρ
λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
λειψεδαφία
λεῖψις
λειψιφαής
λειψιφωτέω
View word page
λειχηνικός
for eruptions
ShortDef
for eruptions
Debugging
Headword:
λειχηνικός
Headword (normalized):
λειχηνικός
Headword (normalized/stripped):
λειχηνικος
IDX:
52422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52423
Key:
Data
{'content': 'for eruptions'}