Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
λειτούργιον
λειτουργός
λείτωρ
λειχήν
λειχηνιάω
λειχηνικός
λειχηνώδης
λειχήνωρ
λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
λειψεδαφία
λεῖψις
λειψιφαής
View word page
λειχηνιάω
have the λειχήν 1

ShortDef

have the λειχήν 1

Debugging

Headword:
λειχηνιάω
Headword (normalized):
λειχηνιάω
Headword (normalized/stripped):
λειχηνιαω
IDX:
52421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52422
Key:

Data

{'content': 'have the λειχήν 1'}