Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λείστριον
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
λειτούργιον
λειτουργός
λείτωρ
λειχήν
λειχηνιάω
λειχηνικός
λειχηνώδης
λειχήνωρ
λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
λειψεδαφία
λεῖψις
View word page
λειχήν
a tree-moss, lichen

ShortDef

a tree-moss, lichen

Debugging

Headword:
λειχήν
Headword (normalized):
λειχήν
Headword (normalized/stripped):
λειχην
IDX:
52420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52421
Key:

Data

{'content': 'a tree-moss, lichen'}