Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεϊστός
λείστριον
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
λειτούργιον
λειτουργός
λείτωρ
λειχήν
λειχηνιάω
λειχηνικός
λειχηνώδης
λειχήνωρ
λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
λειψεδαφία
View word page
λείτωρ
priest
ShortDef
priest
Debugging
Headword:
λείτωρ
Headword (normalized):
λείτωρ
Headword (normalized/stripped):
λειτωρ
IDX:
52419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52420
Key:
Data
{'content': 'priest'}