Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειριώδης
λεϊστός
λείστριον
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
λειτούργιον
λειτουργός
λείτωρ
λειχήν
λειχηνιάω
λειχηνικός
λειχηνώδης
λειχήνωρ
λειχοπίναξ
λείχω
λειψανηλόγος
λείψανον
View word page
λειτουργός
one who performed a λειτουργία

ShortDef

one who performed a λειτουργία

Debugging

Headword:
λειτουργός
Headword (normalized):
λειτουργός
Headword (normalized/stripped):
λειτουργος
IDX:
52418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52419
Key:

Data

{'content': 'one who performed a λειτουργία'}