Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λειριώδης
λεϊστός
λείστριον
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
λειτούργιον
λειτουργός
λείτωρ
View word page
λεϊστός
to be carried off as booty >ληϊστός
ShortDef
to be carried off as booty >ληϊστός
Debugging
Headword:
λεϊστός
Headword (normalized):
λεϊστός
Headword (normalized/stripped):
λειστος
IDX:
52409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52410
Key:
Data
{'content': 'to be carried off as booty >ληϊστός'}