Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λειριώδης
λεϊστός
λείστριον
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
λειτούργιον
λειτουργός
View word page
λειριώδης
like a lily

ShortDef

like a lily

Debugging

Headword:
λειριώδης
Headword (normalized):
λειριώδης
Headword (normalized/stripped):
λειριωδης
IDX:
52408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52409
Key:

Data

{'content': 'like a lily'}