Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λειριώδης
λεϊστός
λείστριον
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
λειτούργιον
View word page
λειριοπολφανεμώνη
omelet made with lilies

ShortDef

omelet made with lilies

Debugging

Headword:
λειριοπολφανεμώνη
Headword (normalized):
λειριοπολφανεμώνη
Headword (normalized/stripped):
λειριοπολφανεμωνη
IDX:
52407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52408
Key:

Data

{'content': 'omelet made with lilies'}