Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λειριώδης
λεϊστός
λείστριον
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
View word page
λείριον
a lily
ShortDef
a lily
Debugging
Headword:
λείριον
Headword (normalized):
λείριον
Headword (normalized/stripped):
λειριον
IDX:
52406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52407
Key:
Data
{'content': 'a lily'}