Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λειριώδης
λεϊστός
λείστριον
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
View word page
λειριόεις
like a lily
ShortDef
like a lily
Debugging
Headword:
λειριόεις
Headword (normalized):
λειριόεις
Headword (normalized/stripped):
λειριοεις
IDX:
52405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52406
Key:
Data
{'content': 'like a lily'}