Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λειριώδης
λεϊστός
λείστριον
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
View word page
λείρινος
made of lilies

ShortDef

made of lilies

Debugging

Headword:
λείρινος
Headword (normalized):
λείρινος
Headword (normalized/stripped):
λειρινος
IDX:
52404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52405
Key:

Data

{'content': 'made of lilies'}