Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειοτριχιάω
λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λειριώδης
λεϊστός
λείστριον
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
View word page
λειπώδιν
past bearing children

ShortDef

past bearing children

Debugging

Headword:
λειπώδιν
Headword (normalized):
λειπώδιν
Headword (normalized/stripped):
λειπωδιν
IDX:
52403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52404
Key:

Data

{'content': 'past bearing children'}