Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειότης
λειοτριχιάω
λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λειριώδης
λεϊστός
λείστριον
λειτουργέω
λειτούργημα
View word page
λείπω
to leave, quit

ShortDef

to leave, quit

Debugging

Headword:
λείπω
Headword (normalized):
λείπω
Headword (normalized/stripped):
λειπω
IDX:
52402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52403
Key:

Data

{'content': 'to leave, quit'}