Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
ἀγκών
ἀγκωνίζω
View word page
ἀγκύριον
a small anchor; pl. also anchor cables

ShortDef

a small anchor; pl. also anchor cables

Debugging

Headword:
ἀγκύριον
Headword (normalized):
ἀγκύριον
Headword (normalized/stripped):
αγκυριον
IDX:
523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-524
Key:

Data

{'content': 'a small anchor; pl. also anchor cables'}