Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριχιάω
λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λειριώδης
View word page
λειόω
make smooth
ShortDef
make smooth
Debugging
Headword:
λειόω
Headword (normalized):
λειόω
Headword (normalized/stripped):
λειοω
IDX:
52398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52399
Key:
Data
{'content': 'make smooth'}