Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριχιάω
λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
View word page
λειόχρως
smooth-skinned

ShortDef

smooth-skinned

Debugging

Headword:
λειόχρως
Headword (normalized):
λειόχρως
Headword (normalized/stripped):
λειοχρως
IDX:
52397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52398
Key:

Data

{'content': 'smooth-skinned'}