Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριχιάω
λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
View word page
λειόφλοιος
smooth-barked

ShortDef

smooth-barked

Debugging

Headword:
λειόφλοιος
Headword (normalized):
λειόφλοιος
Headword (normalized/stripped):
λειοφλοιος
IDX:
52395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52396
Key:

Data

{'content': 'smooth-barked'}