Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριχιάω
λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
λείπω
λειπώδιν
View word page
λειοτριχιάω
have smooth hair

ShortDef

have smooth hair

Debugging

Headword:
λειοτριχιάω
Headword (normalized):
λειοτριχιάω
Headword (normalized/stripped):
λειοτριχιαω
IDX:
52393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52394
Key:

Data

{'content': 'have smooth hair'}