Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριχιάω
λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπτέος
View word page
λειόστρακον
smooth-shelled
ShortDef
smooth-shelled
Debugging
Headword:
λειόστρακον
Headword (normalized):
λειόστρακον
Headword (normalized/stripped):
λειοστρακον
IDX:
52391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52392
Key:
Data
{'content': 'smooth-shelled'}