Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειόκαυλος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριχιάω
λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
λειπτέον
View word page
λεῖος
smooth, plain, not embroidered

ShortDef

smooth, plain, not embroidered

Debugging

Headword:
λεῖος
Headword (normalized):
λεῖος
Headword (normalized/stripped):
λειος
IDX:
52390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52391
Key:

Data

{'content': 'smooth, plain, not embroidered'}