Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριχιάω
λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπογνώμων
View word page
λειόπους
flat-footed

ShortDef

flat-footed

Debugging

Headword:
λειόπους
Headword (normalized):
λειόπους
Headword (normalized/stripped):
λειοπους
IDX:
52389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52390
Key:

Data

{'content': 'flat-footed'}