Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειόγλωσσος
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριχιάω
λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
View word page
λειοποίησις
filing down

ShortDef

filing down

Debugging

Headword:
λειοποίησις
Headword (normalized):
λειοποίησις
Headword (normalized/stripped):
λειοποιησις
IDX:
52388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52389
Key:

Data

{'content': 'filing down'}