Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριχιάω
λειουρία
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
View word page
λειοποιέω
make smooth, file down

ShortDef

make smooth, file down

Debugging

Headword:
λειοποιέω
Headword (normalized):
λειοποιέω
Headword (normalized/stripped):
λειοποιεω
IDX:
52387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52388
Key:

Data

{'content': 'make smooth, file down'}