Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριχιάω
λειουρία
View word page
λειοντῆ
a lion's skin

ShortDef

a lion's skin

Debugging

Headword:
λειοντῆ
Headword (normalized):
λειοντῆ
Headword (normalized/stripped):
λειοντη
IDX:
52384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52385
Key:

Data

{'content': "a lion's skin"}