Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
View word page
λειόκαυλος
smooth-stalked
ShortDef
smooth-stalked
Debugging
Headword:
λειόκαυλος
Headword (normalized):
λειόκαυλος
Headword (normalized/stripped):
λειοκαυλος
IDX:
52380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52381
Key:
Data
{'content': 'smooth-stalked'}