Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
View word page
λειοκάρηνος
smooth-headed, bald-headed
ShortDef
smooth-headed, bald-headed
Debugging
Headword:
λειοκάρηνος
Headword (normalized):
λειοκάρηνος
Headword (normalized/stripped):
λειοκαρηνος
IDX:
52379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52380
Key:
Data
{'content': 'smooth-headed, bald-headed'}