Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
View word page
λειόγλωσσος
smooth-tongued, flattering
ShortDef
smooth-tongued, flattering
Debugging
Headword:
λειόγλωσσος
Headword (normalized):
λειόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
λειογλωσσος
IDX:
52378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52379
Key:
Data
{'content': 'smooth-tongued, flattering'}