Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντομάχης
λειοντοπάλης
View word page
λειόβατος
skate
ShortDef
skate
Debugging
Headword:
λειόβατος
Headword (normalized):
λειόβατος
Headword (normalized/stripped):
λειοβατος
IDX:
52376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52377
Key:
Data
{'content': 'skate'}