Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμιτος
View word page
λειμωνόθεν
from a meadow
ShortDef
from a meadow
Debugging
Headword:
λειμωνόθεν
Headword (normalized):
λειμωνόθεν
Headword (normalized/stripped):
λειμωνοθεν
IDX:
52373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52374
Key:
Data
{'content': 'from a meadow'}