Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκυμονέω
View word page
λειμώνιος
of a meadow

ShortDef

of a meadow

Debugging

Headword:
λειμώνιος
Headword (normalized):
λειμώνιος
Headword (normalized/stripped):
λειμωνιος
IDX:
52371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52372
Key:

Data

{'content': 'of a meadow'}