Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
View word page
λειμώνιον
Statice limonium, sealavender

ShortDef

Statice limonium, sealavender

Debugging

Headword:
λειμώνιον
Headword (normalized):
λειμώνιον
Headword (normalized/stripped):
λειμωνιον
IDX:
52370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52371
Key:

Data

{'content': 'Statice limonium, sealavender'}