Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοκάρηνος
View word page
λειμωνιάς
of the meadow, meadow-(nymph)
ShortDef
of the meadow, meadow-(nymph)
Debugging
Headword:
λειμωνιάς
Headword (normalized):
λειμωνιάς
Headword (normalized/stripped):
λειμωνιας
IDX:
52369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52370
Key:
Data
{'content': 'of the meadow, meadow-(nymph)'}