Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
View word page
λειμωνήρης
belonging to a meadow

ShortDef

belonging to a meadow

Debugging

Headword:
λειμωνήρης
Headword (normalized):
λειμωνήρης
Headword (normalized/stripped):
λειμωνηρης
IDX:
52368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52369
Key:

Data

{'content': 'belonging to a meadow'}