Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
View word page
λειμών
any moist, grassy place, a meadow, mead, holm
ShortDef
any moist, grassy place, a meadow, mead, holm
Debugging
Headword:
λειμών
Headword (normalized):
λειμών
Headword (normalized/stripped):
λειμων
IDX:
52367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52368
Key:
Data
{'content': 'any moist, grassy place, a meadow, mead, holm'}