Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
View word page
λειμόδωρον
strangleweed, Orobanche cruenta
ShortDef
strangleweed, Orobanche cruenta
Debugging
Headword:
λειμόδωρον
Headword (normalized):
λειμόδωρον
Headword (normalized/stripped):
λειμοδωρον
IDX:
52366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52367
Key:
Data
{'content': 'strangleweed, Orobanche cruenta'}