Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
View word page
λειμματιαῖος
of the λεῖμμα 2

ShortDef

of the λεῖμμα 2

Debugging

Headword:
λειμματιαῖος
Headword (normalized):
λειμματιαῖος
Headword (normalized/stripped):
λειμματιαιος
IDX:
52365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52366
Key:

Data

{'content': 'of the λεῖμμα 2'}