Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
View word page
λεῖμμα
what was left
ShortDef
what was left
Debugging
Headword:
λεῖμμα
Headword (normalized):
λεῖμμα
Headword (normalized/stripped):
λειμμα
IDX:
52364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52365
Key:
Data
{'content': 'what was left'}