Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνοειδής
View word page
λειμακώδης
like meadows, grassy

ShortDef

like meadows, grassy

Debugging

Headword:
λειμακώδης
Headword (normalized):
λειμακώδης
Headword (normalized/stripped):
λειμακωδης
IDX:
52362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52363
Key:

Data

{'content': 'like meadows, grassy'}