Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
View word page
λειμακίδες
meadow

ShortDef

meadow

Debugging

Headword:
λειμακίδες
Headword (normalized):
λειμακίδες
Headword (normalized/stripped):
λειμακιδες
IDX:
52361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52362
Key:

Data

{'content': 'meadow'}