Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
View word page
λείκτης
cunnilingus

ShortDef

cunnilingus

Debugging

Headword:
λείκτης
Headword (normalized):
λείκτης
Headword (normalized/stripped):
λεικτης
IDX:
52360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52361
Key:

Data

{'content': 'cunnilingus'}