Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
View word page
λειεντεριώδης
affected with failure to digest

ShortDef

affected with failure to digest

Debugging

Headword:
λειεντεριώδης
Headword (normalized):
λειεντεριώδης
Headword (normalized/stripped):
λειεντεριωδης
IDX:
52359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52360
Key:

Data

{'content': 'affected with failure to digest'}