Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεηλατέω
λεία
λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
View word page
λειεντερία
passing one's food undigested
ShortDef
passing one's food undigested
Debugging
Headword:
λειεντερία
Headword (normalized):
λειεντερία
Headword (normalized/stripped):
λειεντερια
IDX:
52357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52358
Key:
Data
{'content': "passing one's food undigested"}