Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεηλασία
λεηλατέω
λεία
λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
View word page
λείβω
to pour, pour forth

ShortDef

to pour, pour forth

Debugging

Headword:
λείβω
Headword (normalized):
λείβω
Headword (normalized/stripped):
λειβω
IDX:
52356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52357
Key:

Data

{'content': 'to pour, pour forth'}