Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λέδων
λεηλασία
λεηλατέω
λεία
λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
View word page
λείβηθρον
wet country
ShortDef
wet country
Debugging
Headword:
λείβηθρον
Headword (normalized):
λείβηθρον
Headword (normalized/stripped):
λειβηθρον
IDX:
52355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52356
Key:
Data
{'content': 'wet country'}