Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεγνωτός
λέγος
λέγω
Λέδων
λεηλασία
λεηλατέω
λεία
λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
View word page
λείβδην
in drops

ShortDef

in drops

Debugging

Headword:
λείβδην
Headword (normalized):
λείβδην
Headword (normalized/stripped):
λειβδην
IDX:
52352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52353
Key:

Data

{'content': 'in drops'}