Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λέγνον
λεγνωτός
λέγος
λέγω
Λέδων
λεηλασία
λεηλατέω
λεία
λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
λειμακίδες
View word page
λειαύστηρος
with the harshness softened
ShortDef
with the harshness softened
Debugging
Headword:
λειαύστηρος
Headword (normalized):
λειαύστηρος
Headword (normalized/stripped):
λειαυστηρος
IDX:
52351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52352
Key:
Data
{'content': 'with the harshness softened'}