Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεγεών
λέγνον
λεγνωτός
λέγος
λέγω
Λέδων
λεηλασία
λεηλατέω
λεία
λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λείκτης
View word page
λείαξ
beardless boy

ShortDef

beardless boy

Debugging

Headword:
λείαξ
Headword (normalized):
λείαξ
Headword (normalized/stripped):
λειαξ
IDX:
52350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52351
Key:

Data

{'content': 'beardless boy'}