Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεβίας
Λεβύα
λεγεών
λέγνον
λεγνωτός
λέγος
λέγω
Λέδων
λεηλασία
λεηλατέω
λεία
λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
View word page
λεία
tool for smoothing stone

ShortDef

tool for smoothing stone
booty, plunder

Debugging

Headword:
λεία
Headword (normalized):
λεία
Headword (normalized/stripped):
λεια
IDX:
52348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52349
Key:

Data

{'content': 'tool for smoothing stone'}