Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεβητοειδής
λεβητοχάρων
λεβίας
Λεβύα
λεγεών
λέγνον
λεγνωτός
λέγος
λέγω
Λέδων
λεηλασία
λεηλατέω
λεία
λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
Λειβηθρίς
λείβηθρον
λείβω
View word page
λεηλασία
a making of booty, robbery
ShortDef
a making of booty, robbery
Debugging
Headword:
λεηλασία
Headword (normalized):
λεηλασία
Headword (normalized/stripped):
λεηλασια
IDX:
52346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52347
Key:
Data
{'content': 'a making of booty, robbery'}