Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λέβης
λεβητίζω
λεβήτιον
λεβητοειδής
λεβητοχάρων
λεβίας
Λεβύα
λεγεών
λέγνον
λεγνωτός
λέγος
λέγω
Λέδων
λεηλασία
λεηλατέω
λεία
λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
Λειβηθριάς
View word page
λέγος
lewd
ShortDef
lewd
Debugging
Headword:
λέγος
Headword (normalized):
λέγος
Headword (normalized/stripped):
λεγος
IDX:
52343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52344
Key:
Data
{'content': 'lewd'}